- γλαρώνω
- γλάρωσα, γλαρωμένος, νυστάζω, με πιάνει υπνηλία: Γλαρώσανε τα μάτια μου από την κούραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλαρώνω — γλαρώνω, γλάρωσα, γλαρωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλαρώνω — 1. γαληνεύω, ηρεμώ 2. έχω τάση για ύπνο, νυστάζω 3. αποκοιμιέμαι, βυθίζομαι στον ύπνο 4. (μτβ.) κοιτάζω με τρυφερότητα, γλυκοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιλαρώνω < μτγν. ιλαρώ «χαροποιώ, φαιδρύνω»] … Dictionary of Greek
λαρώνω — γλαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαρώνω*] … Dictionary of Greek
γλάρωμα — το [γλαρώνω] 1. τάση για ύπνο, νύστα 2. πληθ. τα γλαρώματα τα σκέρτσα, τα λιγώματα … Dictionary of Greek